- αντικαταλείπω
- ἀντικαταλείπω (Α)αφήνω κάποιον στη θέση άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικαταλειπόμενοι — ἀντικαταλείπω leave in one s stead pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλιπεῖν — ἀντικαταλείπω leave in one s stead aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλιπόντας — ἀντικαταλείπω leave in one s stead aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek